- εμπαιγμός
- ο1. χλευασμός, περίπαιγμα, περιγέλασμα.2. εξαπάτηση, κορόιδεμα, ξεγέλασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐμπαιγμός — mockery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπαιγμός — ο (AM ἐμπαιγμός) χλευασμός, κοροϊδία νεοελλ. εξαπάτηση … Dictionary of Greek
ἐμπαιγμοῖς — ἐμπαιγμός mockery masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαιγμοί — ἐμπαιγμός mockery masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαιγμοῦ — ἐμπαιγμός mockery masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαιγμούς — ἐμπαιγμός mockery masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαιγμῶν — ἐμπαιγμός mockery masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαιγμῷ — ἐμπαιγμός mockery masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαιγμόν — ἐμπαιγμός mockery masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπαιγμα — το (AM ἔμπαιγμα) 1. περίπαιγμα, σκώμμα 2. εμπαιγμός … Dictionary of Greek